- εὐυπόδητα
- εὐυπόδητοςeasy to bind under the footneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευυπόδητος — εὐυπόδητος, ον (ΑΜ) (για πέδιλο) αυτός που δένεται εύκολα, που φοριέται εύκολα («τὰ τῆς Ἑλένης εὐυπόδητα πέδιλα», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπο δητος (< υπο δέω «δένω τα υποδήματα»), πρβλ. αν υπόδητος] … Dictionary of Greek